- προσώπιον
- το, Α [πρόσωπον]1. προσωπείο2. το ποώδες φυτό άρκτιο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
προσώπιον — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσωπιάς — άδος, ἡ, Α το ποώδες φυτό άρκειον, αλλ. προσώπιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρόσωπον + κατάλ. ιάς (πρβλ πλευρ ιάς), λόγω τού άνθους τού φυτού που μοιάζει με πρόσωπο] … Dictionary of Greek
πρόσωπο — Μέρος της κεφαλής που βρίσκεται κάτω από το μπροστινό τμήμα του κρανίου. Ο σκελετός του αποτελείται από 6 ζυγά οστά (άνω γνάθος, ζυγωματικό οστό, δακρυϊκό οστό, ρινικό οστό, κάτω ρινική κόγχη, υπερώιον) και από δύο μονά (κάτω γνάθος και ύνις)· τα … Dictionary of Greek